«Εκείνο με τα σκούρα μπλέ παραθυρόφυλλα»

 

Ένα μέρος που ζεί στο παρελθόν, στην παιδική του ηλικία.Για την ακρίβεια, ένα σπίτι που μερικές φορές τα καλοκαίρια, περνάει ακόμα από μπροστά και το βλέπει ερημωμένο. Έτοιμο σχεδόν να καταρεύσει και μαζί με αυτό να διαλυθούν όλες τις στιγμές του παρελθόντος.Έτοιμο να καταπνίξει όλα τα γέλια μικρών παιδιών που έχουν ακουστεί ποτέ.Ένα γρίζο αρχοντικό του 70.Εκείνο το ψηλό ,το στιβαρό, με την κεραμηδοσκεπή, τον μεγάλο κήπο με την τριανταφυλλιά και κάτι σκούρα μπλέ παραθυρόφυλλα, που όταν άνοιγαν διάπλατα κάθε πρωινό ,το φώς του ήλιου έμπαινε στο παλιό σπιτικό ,φέρνοντας άρωμα καλοκαιριού. Εκείνο το παιδικό όμορφο καλοκαίρι που μυρίζει γιασεμί και αντηλιακό πενήντα της εκατό προστασίας.Δεν θα ξεχάσει από το πορτοκαλί του κρεβάτι με το άσπρο προσκεφάλι, το άνοιγμα της βαριάς, μπλέ, σιδερένιας πόρτας με το πρώτο άκουσμα των καρδερίνων.Tότε σήμαινε η αρχή μίας καινούριας περιπέτειας. Μιας χαρούμενης, αθώας περιπέτειας, που τώρα ζεί ως ανάμνηση, βαθιά στην σκέψη ριζομένη.Μια περασμένη αγαπημένη στιγμή, μα ακόμα υπαρκτή και έντονη, σαν χθες μόλις.


Τα ζεστά μεσημέρια , μετά από την θάλασσα ,περίμενε στο πορτοκαλί κρεβάτι πότε θα φτάσει η ώρα να βγεί στη βεράντα. Ήθελε να κάτσει στην κούνια για λίγο και μόλις βρει το θάρρος να εξεφτελιστεί σε όλη την γειτονιά... να σκαρφαλώσει στα κάγκελα και να φωνάξει το μικρό κορίτσι από απέναντι «ΔΩΩΡΑ βγές».Τους άρεσε να πηγαίνουν στην γειτονιά και να κάνουν ποδήλατο ή να συναντιούνται στο πίσω μέρος του σπιτικού και να παίζουν με τα κουζινικά.Τότε η Δώρα έτρεχε με το δικό της καλαθάκι λαικής προς το σπίτι με τα μπλέ παραθυρόφυλλα για...να υπάρχει ποικιλία βλέπετε. Άλλωτε, ηθελαν να ζωγραφίσουν και να το ρίξουν στο τραγούδι «Ένα καράβι παλιό σαπιοκάραβο...με κάτι ναύτες τρελούς πειρατές...», να χορέψουν και να τραβήξουν βίντεο την στιγμή στο παλιό κινητό γουόκμαν.Όταν το παιδί της ιστορίας τραγουδάει σήμερα αυτό το τραγούδι, θυμάται ένα παλιό κόκκινο-μπλέ, μεγάλο σαπιοκάραβο, που έβλεπε τότε στην θάλασσα, κάθε φορά στον δρόμο πρός εκείνο τον παραλιακό του παράδεισο,την αυλή των θαυμάτων του.Θυμάται μια φορά που ήταν στο αυτοκίνητο των γονιών της μικρής του φίλης και διασχίζοντας τον δρόμο, προς χαρά του φάνηκε και το σαπιοκάραβο πέρα στην θάλασσα του δεξιού παραθύρου και ενώ απομακρύνονταν από το ερηπωμένο καράβι ,τραγουδούσαν το τραγούδι.Θαρρεί μάλιστα πως εκείνη η φορά, ήταν η τελευταία που είδε το πλεούμενο αξιοθέατο...’Ισως να βούλιαξε...ίσως να το μαζέψανε επειδή λίγο ήθελε να χαθεί στον βυθό...Μπορεί να μην σήμαινε τίποτα για κάποιους και τώρα να χάθηκε για πάντα από προσώπου γης...αλλά πάντα θα επιπλέει με δυσκολία κάπου στην ματιά και στην σκέψη του παιδιού, το οποίο πάντα θα κοιτάει από το παράθυρο απεγνωσμένα την θάλασσα μήπως ξαναφανεί.


Είναι τόσα πολλά...μην ξεφεύγουμε όμως...Αυτό ήταν εκείνο το μέρος, εκείνο και το σπίτι.Εκείνο που άφηνε κάθε χρόνο την τελευταία του πνοή το προηγούμενο καλοκαίρι και μετά από ένα μακρύ χειμώνα, το Πάσχα, το σπίτι και η γειτονιά έσφυζαν και πάλι από ζωή.Το Πάσχα ,το σπίτι ήταν παγωμένο, αλλά το κουκούλωμα με τις παλιές κουβέρτες,το ζεστό γάλα, ο Ρομπέν των δασών, οι Αριστόγατες και τα "αρχαία" καρτούν στην παλιά τηλεόραση με τα ξαδέλφια, που τώρα έχουν γίνει παλικάρια, ήταν μια δελεαστική παρηγοριά. Η προετοοιμασία των λαμπάδων το Μεγάλο Σάββατο για την Ανάσταση στο μικρό εκκλησάκι του Άγιου Αντρέα...λίγο πιο κάτω από το σπιτικό, που έκανε την Ανάσταση στις 11, ώστε ο παππάς να πάει στην κεντρική εκκλησία στις 12...Στο εκκλησάκι ο ένας κολλητά με τον άλλον και το παιδί να προσπαθει απεγνωσμένα χωρίς να κάψει κανέναν να βρει τους φίλους του από τα απένταντι σπίτια να δει τις λαμπάδες τους...Μετά το «Χριστός Ανέστη» ,ο γλυκός δρόμος της επιστροφής προς την μαγγειρίτσα της γιαγιάς. Εκεί, στο φρεσκοστρωμένο δρομάκι ανάμεσα στα γιασεμιά και την μυρωδιά των τζακιών στον αέρα της βραδιάς ,μαζί με όλους τους γείτονες ,οικογένεια και φίλους.


Το ξημέρωμα, με τον ήλιο να κυριαρχεί στο Κυριακάτικο τοπίο, πάντα το ξυπνούσαν οι φωνές του Μιχαήλ...που ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά της αυλής με λεμόνια στα χέρια και λαδωμένα μάγουλα...Ο μπαμπάς και ο θείος σούβλιζαν το αρνί και στο μπάγκράουντ της αγουροξυπνημένης εικόνας...«ντάρι ντάρι ντάρι ντάρι στο γυαλό πετούν οι γλάροι» Ετνωμεταξύ, ξυπνούσε και ο Γιώργος, που τότε ήταν μπέμπης...Όσο για του φίλους από απέναντι, αυτοί ήταν στο πόδι από νωρίς.Η μπάλα του Δημητράκη και τα σούτ στην μπασκέτα, άνετα ακούγονταν απο τις 7 το πρωί! Ξαφνικά... και από τα τρία σπίτια ταυτόχρονα ακούγεται... «Ελάτε να πιείτε τα γάλατα σας για να πάτε για ποδήλατο!».Αυτό που λέτε σήμαινε αυτόματα για τα παιδιά «αγώνας γάλατος» από τα κάγκελα της βεράντας.Ποιός θα ήταν ο ποιό γρήγορος σήμερα?

Όλα τα παιδιά της γειτονιάς λοιπόν αντάμωναν και πάλι στο μικρό στενό, και έπαιζαν παιχνίδια πάνω στα θεμέλεια εκείνου του σπιτιού που υπήρχε ανάμεσα στα σπίτια της γειτονιάς.Για καλή τους τύχη δεν δέησε ποτέ να χτιστεί.Ήταν η «πλατφόρμα» και την πρόσεχαν πάντα όταν ήταν κοντά της και όταν πάλι ήταν μακριά της την λησμονούσαν.Εκεί περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους τότε. Εκεί έπαιζαν "μήλα", ποδόσαφαιρο, κρυφτό και κουτσό, αφού είχαν σχεδιάσει πάνω της με χρωματιστές κιμωλίες τα τετράγωνα, μια από τις ιδέες της Δανάης, εδώ και 3 χρόνια φοιτήτρια πια.Φρόντιζαν το μικρό τους στέκι και κλάδευαν τα δέντρα γύρω-γύρω.Εκείνα τα δέντρα που τους έκαναν σκιά τα μεσημέρια, εκείνα που σκαρφάλωναν όταν έπαιζαν κρυφτό κάθε βράδυ.

Μετά την ποδηλατάδα πάνω-κάτω στο στενό της Αγίας Φωτεινής , τα παιδιά πήγαιναν να μαζέψουν παπαρούνες σε εκείνο το λιβαδάκι της Ελικώνος, που το παιδί της ιστορίας τόσο αγαπούσε. Και ύστερα, να δούνε το ποταμάκι λίγο πιο πέρα, στο τέρμα της οδού. Έβγαζαν τα κράνη, που όλα είχαν πάνω κάποιον γνωστό χαρακτήρα από καρτούν και απολάμβαναν με ένα μπουκέτο λουλουδιών στα χέρια ο καθένας, την εικόνα του τρεχούμενου νερού. Πόσο ήθελε να κατέβει να το αγγίξει! Αλλά ήταν πολύ ψηλά ακόμα για αυτό.

Κάπου εκεί αρχίζει να μεσημεριάζει ,να απογευματιάζει και να βραδιάζει...Η βραδιά είχε ποδηλατάδα με φακό στα μικρά, σκοτεινά στενά της οδού Ελικώνος, με τα όμορφα σπιτάκια. Μάλιστα,το παιδί ξεχώριζε εκείνα τα σπίτια με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όπως μια πηγή, ένα αγαλματάκι με την μορφή λιονταριού, ένα ψεύτικο μανιτάρι που φωτίζει, μια πισινούλα ή κάτι άλλο που θα τράβαγε την προσοχή της φαντασίας του.Ακόμα και ένα δέντρο με ρετσίνι το είχε εντυπωσιάσει σε μία από τις νυχτερινές εξερευνήσεις.Μετά από τις ανακαλύψεις ,ήθελε να ξαναπάει το επόμενο βράδυ να τις δεί ξανά και ξανά.

Μέχρι σήμερα ,όταν τυχαίνει να βρίσκεται εκεί, ακόμα ψάχνει να βρεί τα παλιά σπίτια που του άρεσαν τόσο, με την συντροφιά της Δώρας και της παλιάς καλής παρέας. Και αν ίσως το φωτεινό μανιτάρι ή το ρετσίνι δεν κυλάει ακόμα από το δέντρο Του ,τότε σκυθρωπιάζει σαν μικρό κορίτσι.Μα αν συμβεί το αντίθετο...αν τα δεί εκεί, σώα και αβλαβή να το περιμένουν...η αλήθεια είναι πως τα μάτια του γίνονται και πάλι παιδικά παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. 

 Όταν χρειάστηκε να αφήσει εκείνο το σπίτι, κοντά σε όλους τους φίλους, η καρδιά του έκλαψε πολύ...Ίσως αυτό το καλοκαρίρι που έρχεται, να είναι το τελευταίο καλοκαίρι του στον παράδεισο των εξερευνήσεων, στην αυλή των θαυμάτων,στο παράξενο ποταμάκι, που θέλει να μάθει που οδηγεί...Κάπου αρχίζεις να μεγαλώνεις και πρέπει να πάρεις κάποιες αποφάσεις και δυστυχώς πρέπει να χάσεις πράγματα που αγαπάς...

 Μα πως να χωρέσει ο χρόνος σε μια ευχή ,παράξενο παιχνίδι είναι η ζωή,

την κλεψύδρα να γυρνούσα και ότι βγεί, αρκεί να ξαναρχίζαν όλα από την αρχή

 
Υ.Γ. Αυτό το κείμενο το αφιερώνω στην Δώρα και σε όλους μικρούς φίλους που έχουν περάσει το κατώφλι εκείνων των μπλέ παραθυρόφυλλων. Μέσα από αυτή  την ιστορία γίνεται αισθητή αυτή η γραμμή όπου ένα παιδί που όλα τα βλέπει μαγικά περνάει σιγά-σιγά στην ζωή του ενήλικα,όπου αφήνει πίσω ένα αθώο κομμάτι.

 
 Panagoiliopoulou Catherine



 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έκθεμα στο Μετρό: «ἡ Φύσις» (ποίημα)

Τσαγιέρες, τσαγιεράκια, τσαγερό