Αυλή των θαυμάτων (ποίημα)
Η αυλή μου των θαυμάτων σαν ανθίζει,
την μνήμη και την σκέψη μου γεμίζει
Σαν ονόματα τις μνήμες χρωματίζει,
μες τον νου που δύσκολα θυμίζει
Κοντά σου αισθάνομαι τα σπίτια σου να ζωντανεύουν
Τα λιβάδια κι αγάπη σου τα παιδιά τα γαληνεύουν
Κοντά σου σκέφτομαι εκείνο το παιδί
Που έτρεχε στα δάση το ποτάμι για να βρει
-Θυμάσαι τα γέλια τα παιχνίδια στην αυλή;
-Ένας χρόνος μια μέρα μαγική
Κάθε πέτρα κάθε φύλλο μια ευχή,
σαν και τότε ‘κεινη φωνή ας ακουστεί
Η αυλή μου των θαυμάτων σαν ανθίζει,
την μνήμη και την σκέψη μου γεμίζει
Σαν ονόματα τις μνήμες χρωματίζει,
μες τον νου που δύσκολα θυμίζει
Ο ήλιος και η θάλασσα αλμυρα να θυμίζουν
Στα χρώματα του ανέμου, άρωμα γιασεμιού να μεταγγίζουν
Κι όταν μπλε καμπάνες από τον λόφο θα λαλήσουν
Σκίουρος και χελιδόνι απ’την πλάση θα λακίσουν
Το χωριό θα καταλάβουν
σαν τρέχουν φίλους να προλάβουν
Μες τα χόρτα, τα λαγκάδια,
χαιρετώντας τα βουνά, γαλανόλευκα κοπάδια
Το βράδι σκοτεινή ανεμελιά, γκρίζα φώτα κ’ ησυχία συντροφιά
Στην Αυλή των θαυμάτων άσπρη μαύρη πασχαλιά
Αρχινάει γλέντι, γέλια και χαρά,
μπλε παραθυρόφυλλα και η Αυλή των θαυμάτων ξενυχτά
-Θυμάσαι το κόκκινο σαπιοκάραβο στην ακροθαλασσιά;
-Εκείνο! Σαν κοιτάω απ’το παράθυρο τον διάφανο βοριά
Σαν ανάμνηση τα παίρνει όλα μαζί του
Και η Αυλή πια των θαυμάτων είν’ δίκη του
Κ’ αν η Αυλή των θαυμάτων ξεχαστεί
Στην σπηλιά του ποταμιού, βαθιά στο χώμα ίσως θαφτεί,
με παρέα του ανέμου την πνοή
Σαν και σήμερα μια μέρα γιορτινή
Panagoiliopoulou Catherine
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Share your thoughts