Τσαγιέρες, τσαγιεράκια, τσαγερό

Θα φανεί σε όλους περίεργο εάν ξαφνικά,βρεθούν μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο ράφια με χρωματιστές τσαγιέρες.Δηλαδή αν δεν είσαι ο Τρελοκαπελάς ή κάποιος λαγός που μιλάει, υποθέτω θα σου φανεί κάπως ασυνήθιστο.Γιατί κάποιος άλλωστε να έχει ένα ξεχωριστό δωμάτιο για να φυλάει τόσες πολλές τσαγιέρες; Που λέτε, ένα τέτοιο δωμάτιο έχει η Λουίζα.Ένα μελαχρινό κορίτσι είκοσιδύο χρονών που από μικρή συλλέγει τσαγιέρες,τσαγιεράκια,τσαγιερό.Τσαγιέρες πολύχρωμες, χρωματιστές, χρωματισμένες.Τσαγιέρες πήλινες, πορσελάνινες, μαντεμένιες, πέτρινες, κεραμικές και ασημένιες .Τσαγιέρες από όλη την Ευρώπη, από την νοτιοανατολική Ασία, από την Αφρική.’Οπως αυτή με το σχήμα σιαμέζας γάτας από την Αίγυπτο ή εκείνες οι δύο από την Ντίσνεϊλαντ, η μία  με την μορφή του μαγικού τζίνι του Αλαντίν και η άλλη της κατσίκας Τζαλί (της τσιγγάνας Εσμεράλδας), από την «Παναγιά των Παρισίων».

Για την ακρίβεια δεν είναι όλες μα όλες δικές της. Η συλλογή συμπληρώνεται εδώ και πολλά χρόνια τώρα.Πριν από την Λουίζα,την συμπλήρωνε η μητέρα της ,η Γιασεμή, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, πριν από αυτή, η γιαγιά της, πιο πριν η προγιαγιά της, ακόμα πιο πριν, η προπρο γιαγιά της, η προπροπρο γιαγιά της και...ναι αρκετά! Είναι κάτι σαν έθιμο των γυναικών της οικογένειάς της, το οποίο δεν θυμόταν κανείς πότε και γιατί ξεκίνησε να υπάρχει.Μάλιστα, η πιο παλιά τσαγιέρα στο δωμάτιο χρονολογείται γύρω στο...ξεχάστε το...Ποτέ κανείς στην οικογένεια δεν κατάφερε να συγκρατήσει την πραγματική ημερομηνία σχετικά με την παλαιότητα της αθάνατης συλλογής.

Η νεαρή Λουίζα λοιπόν, όπως και όλες οι παλαιότερες ιδιοκτήτριες της συλλογής είχε και εκείνη αδυναμία σε τέσσερις τσαγιέρες.Η πρώτη ήταν μία που είχε ζωγραφισμένη μια χρωματιστή πόλη, σαν του Van Gogh, με τεχνική Impasto από την Ρώμη,εκείνη η πορσελάνινη με τα αβοκάντο από την Ιαπωνία, αυτή η γαλάζια με τα ψηλά λουλούδια που την βρήκε θαμμένη έξω από ένα παρατημένο σπίτι στο κέντρο της Αθήνας και τέλος μία από το Παρίσι, με ζωγραφισμένο ένα ποτάμι.Η Λουίζα όταν ήταν πιο μικρή έλεγε στην μητέρα της ότι αυτό το ποτάμι είναι ο Σηκουάνας «Αφού μαμά είπες ότι η γιαγιά την είχε πάρει από την Γαλλία, το ποτάμι αυτό πρέπει να είναι ο Σηκουάνας». «Ίσως έχεις δίκιο Λουίζα! Ξέρεις πως λέγεται ο Σηκουάνας στα γαλλικά? La Seine!»

Η ζωή της Λουιζα ήταν αρκετά δύσκολη γιατί εκτός από τον θάνατο της μητέρας της, όλοι την θεωρούσαν από πάντα περίεργη «Η περίεργη με τις τσαγιέρες».Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν μιλούσε πολύ για τις τσαγιέρες της στους άλλους, μα κάθε φορά που πήγαινε κάποιο ταξίδι, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρεί κάποιο παλαιοπωλείο ή κάποιο μαγαζί με ενθύμια ,ώστε να αγοράσει τσαγιέρες, τσαγεράκια ,τσαγερό. Άλλοτε πάλι, όταν πήγαινε κάποια επίσκεψη ως καλεσμένη σε κάποια γιορτή, έπαιρνε σε όλους από μια...τσαγιέρα!Οι κακοπροαίρετοι πάντα την κορόιδευαν για την παραξενιά της, το «κουσούρι» της αγάπης...ναι έτσι το έλεγαν...για τις τσαγιέρες, το οποίο ακολουθούσε χρόνια τους προγόνους της. Αυτή φυσικά ήξερε ότι είναι ο περίγελος. Όμως δεν την ένοιαζε...σκεφτόταν αυτό που της είχε πει η μητέρα της «η μεγαλύτερη φυλακή στην οποία ζουν οι άνθρωποι, είναι ο φόβος για το τι σκέφτονται οι άλλοι».Δεν θα έπαυε ποτέ να είναι η παράξενη με τις τσαγιέρες. Για αυτό τον λόγο δεν είχε πολλούς φίλους.Οι άνθρωποι ήταν πιο παράξενοι από εκείνη, ήταν κακοί και στενόμυαλοι. Οι αληθινοί της φίλοι ήταν οι τσαγιέρες ,τα τσαγεράκια ,τα τσαγερό της και ήταν χαρούμενη.Κάθε τσαγιέρα έκρυβε μια ξεχωριστή,παράξενη, δική της όμορφη ιστορία.

Μια μέρα ο κόσμος αποφάσισε να πάρει μακριά την μοναδικότητα της Λουίζα, να βιάσει την παραξενιά της, βεβηλώνοντας ότι όμορφο έκρυβε μέσα της, έτσι έκαναν πάντα οι άλλοι.Η Λουίζα μέχρι τότε ζούσε στον δικό της τσαγιερόκοσμο και ήταν ευτυχισμένη.Που και που μετέδιδε λίγη από την τρελή της φαντασία στους άλλους ,μέσα από τα τσαγιεροδώρα της. Και όμως!Το σώμα και η ψυχή της παραβιάστηκαν.Εκεί που άφησε την τελευταία της πνοή , έπεσε και το τελευταίο της δάκρυ.Στο σημείο εκείνο φύτρωσε μια λευκή λουίζα, η οποία θα επιβίωνε μόνο με το πότισμα βραστού νερού τσαγιέρας.Εκείνα τα τελευταία λεπτά όπου η πνοή της κοπέλας σφύριζε αδιάκοπα, η νεαρή είδε τέσσερα όνειρα.Πρώτα διέσχισε μια χρωματιστή πόλη.Περπατούσε κάτω από κίτρινο ουρανό και ροζ σύννεφα, ανάμεσα σε κτίρια πολύχρωμα με γαλάζιες βεραντούλες.Υστερα, κάποιος της πρόσφερε ένα πράσινο φρούτο.Με την πρώτη δαγκωνιά, το μέρος όπου βρισκόταν άλλαξε.Κοίταξε γύρω της και ύστερα ψηλά.Τα πολύχρωμα κτίρια είχαν γίνει ψηλά κόκκινα τριαντάφυλλα, άλλα ψηλές τουλίπες και άλλα μαργαρίτες που σχεδόν άγγιζαν τον ουρανό.Προχώρησε λίγο και διέκρινε ένα ποτάμι.Περίμενε!Σκέφτηκε.Αυτό είναι ίδιο με το ποτάμι πάνω στην τσαγιέρα μου, La Seine! Το ποτάμι παρέσυρε στα πόδια της μια τσαγιέρα.Μα όχι, αυτή δεν υπήρχε στην συλλογή της.Είχε πάνω ένα γιασεμί...ώστε γιασεμί...κάτι πολύ γνωστό στην Λουίζα.Ο δρόμος πέρα από το ποτάμι έλαμπε, δεν μπορούσε να δει τι υπάρχει ,αλλά σίγουρα το μέρος φαινόταν οικείο. Εκεί η πνοή της σταμάτησε να σφυρίζει, ακολούθησε το ποτάμι και έφυγε.

Όσο για την λουίζα που φύτρωσε εκεί, θα υπάρχει μέχρι να εξαφανιστεί η αγάπη της κοπέλας για τις τσαγιέρες ,αρκεί που και που να περνάει κάποιος να την ποτίζει με βραστό νερό τσαγιέρας. Αν τύχει και βρεθείς εκεί, έχε μια τσαγιέρα μαζί, και κάπου εκεί κοντά θα είναι και το μικρό της σπιτάκι με το δωμάτιο. Θα φανεί σε όλους περίεργο αν ξαφνικά,βρεθούν μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο ράφια με χρωματιστές τσαγιέρες,τσαγιεράκια, τσαγιερό...


Παναγοηλιοπούλου Κατερίνα


 



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Share your thoughts

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έκθεμα στο Μετρό: «ἡ Φύσις» (ποίημα)